- πελαγίου
- πελάγιοςof the seamasc/neut gen sgπελάγιοςof the seamasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημιπελαγιανισμός — Χριστιανική διδασκαλία που διατυπώθηκε από τον ηγούμενο Ιωάννη Κασσιανό. Ο η. στρεφόταν εναντίον των αντιλήψεων για τη θεία χάρη του Πελάγιου και για τον προορισμό του ανθρώπου του Αυγουστίνου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές ο άνθρωπος, μετά το… … Dictionary of Greek
πελαγιανισμός — Χριστιανική αίρεση, που εμφανίστηκε στη Δύση και πήρε το όνομά της από τον Άγγλο μοναχό Πελάγιο (περ. ; 354 – περ. ; 427), ο οποίος φτάνοντας στη Ρώμη στα τέλη του 4ου αι. άρχισε να διαδίδει τη διδασκαλία του με θεολογικά συγγράμματα, μεταξύ των… … Dictionary of Greek
πελαγιανός — ή, ό [Πελάγιος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πελάγιο («πελαγιανή διδασκαλία») 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πελαγιανοί οι οπαδοί τού Πελαγίου, αυτοί που αποδέχονται και πρεσβεύουν τα δόγματα τού πελαγιανισμού … Dictionary of Greek
Αυγουστίνος, άγιος — (Ταγκάστη, Βόρεια Αφρική 354 – Ιππών 430 μ.Χ.). Άγιος, πατέρας της καθολικής εκκλησίας. Γεννήθηκε από μητέρα χριστιανή, την αγία Μόνικα, και από πατέρα ειδωλολάτρη, τον δέκαρχο Πατρίκιο, που λέγεται ότι βαφτίστηκε λίγο πριν από τον θάνατό του.… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Καιλέστιος — (354; – 427; μ.Χ.).Αιρετικός, μαθητής του Πελαγίου. Βλ. λ. πελαγιανισμός. O πάπας Καιλεστίνος E’, ιδρυτής του μοναχικού τάγματος των Ερημιτών του Αγίου Δαμιανού, σε μικρογραφία της «Ιστορίας των μοναχικών ταγμάτων» (κώδικας του 1334) (Εθνική… … Dictionary of Greek